- κατευνώ
- κατευνῶ, -άω (Α)1. βάζω κάποιον να κοιμηθεί, κοιμίζω, κατευνάζω («ἄλλον μέν κεν ἔγωγε θεῶν ἀειγενετάων ῥεῑα κατευνάσαιμι», Ομ. Ιλ.)2. (σχετικά με αιμορραγία) σταματώ, παύω, ανακόπτω («αἱμάδα... ἠπίοισι φύλλοις κατευνάσειεν», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εὐνῶ «αποκοιμίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.